- εξαρτία ή εξάρτιση
- Το σύνολο των σκευών και εξαρτημάτων (ιστοί, κεραίες, σχοινιά, αλυσίδες) για τη στήριξη και τον χειρισμό των ιστίων ενός σκάφους ή το σύνολο των σκευών και μηχανημάτων (άγκυρες, βαρούλκα, αλυσίδες, γερανοί και πολύσπαστα των λέμβων, εργάτες κλπ.) που χρησιμοποιούνται για τις διάφορες εργασίες του πλοίου. Η ε. είχε μεγάλη σημασία στα ιστιοφόρα, καθώς από μια καλή ε. ήταν εξαρτημένες κυρίως οι ναυτικές και πολεμικές δυνατότητες ενός πλοίου. Η ε. εμπορικών σκαφών διέφερε από την ε. των πολεμικών, τα οποία διέθεταν διπλό σύστημα σχοινιών (ένα εφεδρικό για τις μάχες) και γενικότερα όλοι οι ιστοί και οι κεραίες είχαν ανθεκτικότερη και ακριβέστερη κατασκευή. Σήμερα, με τον όρο ε. εννοείται, επίσης, ένα καθορισμένο σύνολο συσκευών, συχνά όχι αποκλειστικά ναυτικό, το οποίο προορίζεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό, όπως η ε. βυθοκόρου, η ε. δύτη κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.